ἰοτόκοι

ἰοτόκοι
ἰοτόκος
poison-bearing
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιοτόκος — ἰοτόκος, ον (Α) αυτός που εκβάλλει δηλητήριο, δηλητηριώδης («ἰοτόκοι τε περὶ στομάτεσσιν ὀδόντες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + τόκος (< τίκτω), πρβλ. τερατο τόκος, χρυσο τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”